- σφριγώδης
- σφρῐγ-ώδης, ες,A swollen,
μαστοί Orib.9.51.2
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαστοί Orib.9.51.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σφριγώδης — ες / σφριγώδης, ῶδες, ΝΑ [σφρίγος] νεοελλ. σφριγηλός, ακμαίος αρχ. (για μαστούς) πρησμένος από την αφθονία γάλακτος … Dictionary of Greek
σφριγῶδες — σφριγώδης swollen masc/fem voc sg σφριγώδης swollen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφριγώδεσι — σφριγώδης swollen masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)